-
1 ναυτιλία
[нафтилиа] ουσ. Θ. навигация, мореплавание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυτιλία
-
2 мореплавание
-
3 плавание
плавание с 1) το κολύμπι, η κολύμβηση 2) (на судах) η ναυσιπλοία, η ναυτιλία* * *с1) το κολύμπι, η κολύμβηση2) ( на судах) η ναυσιπλοία, η ναυτιλία -
4 астронавигация
η αστρονομική ναυτιλία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > астронавигация
-
5 мореплавание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мореплавание
-
6 навигация
1. (ав., косм., мор.) η ναυτιλία 2. (сезон) η εποχή/περίοδος της ναυσιπλοίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > навигация
-
7 плавание
1. (рейс) το ταξίδ/ι, ο πλουςвыходить{}уходить{} в - σαλπάρω (ξεν.), αποπλέωξεκινώ το -, πάω/φεύγω -2. (судовождение) η ναυτιλίαгодность к - ю ικανότητα για -, καταλληλότητα για -, η πλοϊμότητα3. (вид спорта) η κολύμβηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плавание
-
8 судоходство
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судоходство
-
9 кораблевождение
кораблевождениес ἡ ναυτική, ἡ ναυτιλία. -
10 мореплавание
мореплава||ниес ἡ ναυτιλία, ἡ ναυσιπλοΐα, ἡ θαλασσοπλοΐα. -
11 судоходство
судоход||ствос ἡ ναυτιλία, ἡ ναυσιπλοΐα (морское)/ ἡ ποταμοπλοία (речное). -
12 кораблевождение
[καραμπλιβαζντιένιιε] ουσ. ο. ναυτιλία -
13 мореплавание
[μαριπλάβανιιε] ουσ. ο. ναυτιλία -
14 мореплавание
[μαριπλάβανιιε] ουσ. ο. ναυτιλία -
15 судоходство
[σουνταχόντστβα] ον а. ο. ναυτιλία -
16 кораблевождение
[καραμπλιβαζντιένιιε] ουσ ο ναυτιλία -
17 мореплавание
[μαριπλάβανιιε] ουσ ο ναυτιλία -
18 мореплавание
[μαριπλάβανιιε] ουσ ο ναυτιλία -
19 судоходство
[σουνταχόντστβα] ον а. ο. ναυτιλία -
20 кораблевождение
-я ουδ.ναυσιπλοΐα, ναυτιλία. || πλοηγία, -γεσία, πιλοτάγιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυτιλία — ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc/acc dual ναυτιλίᾱ , ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίᾳ — ναυτιλίαι , ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλία — η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) [ναυτίλος] το επάγγελμα και το έργο τού ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα νεοελλ. 1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη τού ναυτικού 2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ναυτιλία — η 1. η ναυτική τέχνη και η δραστηριότητα στη θάλασσα. 2. το εμπορικό ναυτικό: Η ναυτιλία είναι σπουδαίος οικονομικός παράγοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλίας — ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem acc pl ναυτιλίᾱς , ναυτιλία sailing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαι — ναυτιλία sailing fem nom/voc pl ναυτιλίᾱͅ , ναυτιλία sailing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαν — ναυτιλίᾱν , ναυτιλία sailing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλιῶν — ναυτιλία sailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαις — ναυτιλία sailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίαισι — ναυτιλία sailing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλίη — ναυτιλία sailing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)